κρεμαμένα

κρεμαμένα
κρεμαμένᾱ , κρεμάννυμι
hramjan
pres part mp fem nom/voc/acc dual
κρεμαμένᾱ , κρεμάννυμι
hramjan
pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
κρεμᾱμένᾱ , κρεμάννυμι
hramjan
fut part mid fem nom/voc/acc dual (attic epic doric aeolic)
κρεμᾱμένᾱ , κρεμάννυμι
hramjan
fut part mid fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic)
κρεμᾱμένᾱ , κρεμάω
hramjan
pres part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κρεμᾱμένᾱ , κρεμάω
hramjan
pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
κρεμᾱμένᾱ , κρεμάζω
hramjan
fut part mid fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κρεμᾱμένᾱ , κρεμάζω
hramjan
fut part mid fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρεμάμενα — τα τα εξάρτια τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. κρεμάμενος η ο(ν) τού ρ. κρέμαμαι] …   Dictionary of Greek

  • κρεμάμενα — κρεμάννυμι hramjan pres part mp neut nom/voc/acc pl κρεμά̱μενα , κρεμάννυμι hramjan fut part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric aeolic) κρεμά̱μενα , κρεμάω hramjan pres part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) κρεμά̱μενα , κρεμάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαμένας — κρεμαμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan pres part mp fem acc pl κρεμαμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan pres part mp fem gen sg (doric aeolic) κρεμᾱμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan fut part mid fem acc pl (attic epic doric aeolic) κρεμᾱμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …   Dictionary of Greek

  • PONTICUS Stratus — seu Pontilis stratus apud Vegetium, tabulatum dicitur, quô stabuli pavimentum constratum est. Unde Graecia recentior ποντιλῶσαι verbum finxit, pro ponte sternere, vel pontilem stratum facere. Mauricius, ποντιλῶσαι ἤγουν καταςτρῶσαι. Eadem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλίτης — Γένος διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών, με περίπου 25 είδη ιθαγενή της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας. Έχουν μεγάλα, συνήθως ακέραια φύλλα, επαλλάσσοντα ή σε δέσμες, καθώς και κόκκινα, κίτρινα ή λευκά άνθη σε …   Dictionary of Greek

  • κοτονίαστρο — (Cotoneaster). Γένος φυλλοβόλων ή αειθαλών θάμνων και μικρών δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 50 είδη που φύονται στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”